- ταπεινοτέρων
- ταπεινόςlowfem gen comp plταπεινόςlowmasc/neut gen comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερανέχω — ΜΑ βρίσκομαι ψηλότερα από κάποιον, σε ανώτερη θέση («ἄρχειν καὶ ὑπερανέχειν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων», Πρόκλ.) μσν. υψώνομαι πάνω από κάτι, υπερέχω σε ύψος («ὑπερανίσχει καὶ ὑπερανέχει ὄρος τῶν αὐτοῡ ταπεινοτέρων», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀνέχω… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek